Εισαγωγή

Η ρύπανση του εσωτερικού αέρα αποτελεί σημαντικό πρόβλημα για τις αναπτυσσόμενες και ανεπτυγμένες βιομηχανικά χώρες παγκοσμίως. Σύμφωνα με έρευνες στις βιομηχανικά ανεπτυγμένες χώρες οι άνθρωποι ξοδεύουν κατά μέσο όρο το 80 με 90 τοις εκατό του χρόνου τους στο εσωτερικό περιβάλλον. Τα ποσοστά διαφοροποιούνται ελαφρώς ανάλογα με το είδος της πληθυσμιακής ομάδας. Για παράδειγμα οι νοικοκυρές, οι ηλικιωμένοι και τα παιδιά προσχολικής ηλικίας περνούν περισσότερες ώρες στο σπίτι ενώ οι εργαζόμενοι μοιράζουν τον χρόνο που περνούν σε εσωτερικούς χώρους ανάμεσα στο σπίτι, το χώρο εργασίας και τα μέσα μεταφοράς.

Ο όρος «εσωτερικός αέρας – indoor air » χρησιμοποιείται συνήθως για να περιγράψει το εσωτερικό περιβάλλον μη βιομηχανικών κτιρίων όπως κτίρια γραφείων, δημόσια κτίρια ( σχολεία, νοσοκομεία, θέατρα, εστιατόρια κ.λ.π. ) και ιδιωτικές κατοικίες. Οι ρυπογόνοι παράγοντες στον εσωτερικό αέρα αυτών των κτιρίων είναι συνήθως του ιδίου τύπου με εκείνους που εντοπίζονται στον υπαίθριο αέρα. Είναι πολλές οι περιπτώσεις που οι συγκεντρώσεις των ρύπων στο εσωτερικό αυτών των κτιρίων ξεπερνούν τις ατμοσφαιρικές συγκεντρώσεις. Πολλοί κάτοικοι ή εργαζόμενοι σε κτίρια εκφράζουν παράπονα για την ποιότητα του αέρα που αναπνέουν, δημιουργώντας την ανάγκη για περαιτέρω διερεύνηση της κατάστασης. Η ΠΕΑ άρχισε να αναφέρεται ως πρόβλημα στο τέλος της δεκαετίας του ’60, αν και οι πρώτες μελέτες εμφανίστηκαν δέκα (10) χρόνια αργότερα. Από το 1984 ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ( World Health Organisation –WHO ) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μέχρι το 30 τοις εκατό των νέων και αναδιαμορφωμένων κτιρίων μπορούν ν’ αποτελέσουν αντικείμενο υπερβολικών καταγγελιών σχετικά με την ΠΕΑ.

Σωστή ποιότητα αέρα σε ένα εσωτερικό χώρο σημαίνει συνθήκες υγείας και άνεσης για τα άτομα που ζουν και εργάζονται στον χώρο αυτό. Όταν αυτές δεν διασφαλίζονται οδηγούμαστε στο λεγόμενο Σύνδρομο του Άρρωστου Κτιρίου (ΣΑΚ) (Sick Building Sydrome – SBS ). Ο ορισμός του ΣΑΚ είναι ο ακόλουθος:

«Σύνδρομο του Άρρωστου Κτιρίου είναι μία ομάδα ιατρικών συμπτωμάτων που επιτείνονται όταν βρισκόμαστε στο κτίριο και περιστέλλονται όταν απομακρυνθούμε από αυτό, χωρίς άλλη γνωστή αιτιολογία. Τα συμπτώματα αυτά περιλαμβάνουν ερεθισμό των ματιών, της μύτης και του λαιμού, πονοκεφάλους, ζαλάδες, κόπωση, ξηροδερμία και δερματικά εξανθήματα»

Η επίδραση του ΣΑΚ στην κατάσταση υγείας ενός ανθρώπου ή πληθυσμού είναι καθοριστική. Επιστήμονες κρίνουν πως το κριτήριο για την ποιότητα ζωής και την κατάσταση υγείας ενός πληθυσμού θα έπρεπε να είναι η μέση διάρκεια ζωής απαλλαγμένης από κάθε είδος ενοχλήσεις, ασθένειες, αλλεργίες, σωματικές και ψυχικές καταπονήσεις, ανωμαλίες ή παρεμπόδια και ονομάζουν αυτό το κριτήριο «περίοδο ζωής πλήρους ικανότητας» (disability free lifeperiod). Το ερώτημα είναι κατά πόσο η αύξηση του προσδόκιμου ζωής συνοδεύεται από αύξηση της περιόδου ζωής πλήρους ικανότητας. Επιδημιολογικές έρευνες έχουν αποδείξει πως η αύξηση της μιας παραμέτρου δεν συνεπάγεται και την αύξηση της δεύτερης. Αντίθετα μάλιστα, έχει αποδειχτεί ότι η μόνη παράμετρος που έχει πραγματικά αυξηθεί τις τελευταίες δεκαετίες είναι το προσδόκιμο ζωής της γυναίκας. Μία έρευνα του Ολλανδού ιατρού – κοινωνιολόγου Van den Bos (1989) έδειξε ότι η μέση περίοδος ζωής πλήρους ικανότητας για τον άντρα και την γυναίκα είναι 58 και 59,5 χρόνια αντίστοιχα. Υπάρχουν μάλιστα αποδείξεις ότι η αύξηση της διάρκειας ζωής συνοδεύεται συχνά από χρόνιες ασθένειες, σωματικούς περιορισμούς και ακινησία.

Στις καθημερινές ανθρώπινες δραστηριότητες επιδημιολογικές μελέτες κατέδειξαν ότι το ΣΑΚ συμβάλει καθοριστικά στα παρακάτω:

  1. Μείωση της παραγωγικότητας των εργαζομένων 
  2. Αύξηση της απώλειας εργατοωρών λόγω ασθενείας των εργαζομένων 
  3. Αύξηση των απουσιών των μαθητών των σχολείων 
  4. Μείωση της περιόδου ζωής πλήρους ικανότητας
Ο εντοπισμός, ή μέτρηση και η καταγραφή των ρυπογόνων παραγόντων που συμβάλουν στην εμφάνιση του ΣΑΚ οδηγούν στην λήψη των κατάλληλων μέτρων ώστε να ελαχιστοποιηθεί ή να εξαλειφθεί το σύνδρομο αυτό.